- Ραβένα
- (Ravenna). Πόλη της βόρειας Ιταλίας, 13 χλμ. από την αδριατική ακτή, με την οποία επικοινωνεί μέσω του καναλιού-λιμανιού Κορσίνι· πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1859 τ. χλμ.). Κόμβος σημαντικών συγκοινωνιακών οδών και κέντρο μιας εύφορης αγροτικής περιοχής, η Ρ. γνώρισε μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη μετά το 1950 χάρη στα σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή της. Έτσι, οι σύγχρονες συνοικίες παρουσιάζουν μια έντονη αντίθεση με τον παλαιό πυρήνα της πόλης.
Ιστορία. Πόλη ετρουσκική (ή, κατά τον Στράβωνα, ελληνοετρουσκική), κατελήφθη από τους Ρωμαίους στο β’ μισό του 3ου αι. π.X. Κατά τον 5o και 6o αι. μ.Χ. η πόλη γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της. Ο Ονώριος, γιος του Θεοδοσίου του Μεγάλου, μετέφερε εκεί από το Μιλάνο την πρωτεύουσα της Δυτικής Αυτοκρατορίας (402), κάνοντας έτσι τη Ρ. προγεφύρωμα για τις σχέσεις μεταξύ βυζαντινού και ρωμαϊκού κόσμου. Εκεί εκθρόνισε ο Οδόακρος τον Ρωμύλο Αυγουστύλο, τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα της Δύσης (476), και εκεί νικήθηκε και ο ίδιος με τη σειρά του και βρήκε τον θάνατο από τον Θεοδώριχο (493), ο οποίος εγκαθίδρυσε εκεί την κυριαρχία των Οστρογότθων (493-540). Κατελήφθη από τον στρατηγό του Ιουστινιανού Βελισάριο κατά τους ιταλικούς πολέμους (*Ιουστινιανός) και κυβερνήθηκε από τους Βυζαντινούς πάνω από δύο αιώνες (540-752). Η βυζαντινή κυριαρχία και ιδιαίτερα η περίοδος της βασιλείας του Ιουστινιανού χαρακτηρίζεται από μεγάλη καλλιτεχνική άνθηση και άφησε έντονη τη σφραγίδα της στην πόλη της Ρ. Αφού υπέστη επανειλημμένες επιθέσεις των Λογγοβάρδων κατά τον 8o αι., κατελήφθη τελικά από αυτούς το 752 και εγκαταλείφθηκε από τον τελευταίο Βυζαντινό έξαρχο Ευτύχιο· λίγο αργότερα όμως την κατέλαβε ο βασιλιάς των Φράγκων Πεπίνος (754), ο οποίος την παραχώρησε στον πάπα με τη γνωστή δωρεά, που αποτέλεσε την αρχή της δημιουργίας του Παπικού Κράτους. Κυβερνώμενη από αρχιεπισκόπους που υπερασπίζονταν ζηλότυπα τα πανάρχαια παραδοσιακά προνόμια, που είχε ως παλιά πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Ρ. βρέθηκε πολλές φορές, κατά την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα και κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ παπών και αυτοκρατόρων τον 11o-13o αι., σε σύγκρουση με τη Ρώμη. Η πόλη γνώρισε έντονη κοινωνική ζωή και με την πάλη των φατριών επιβλήθηκε εκεί η εξουσία των κομήτων της Πολέντας (1282-1441)· κατόπιν η Ρ. πέρασε στη Δημοκρατία της Βενετίας (1441), η οποία όμως αναγκάστηκε να την αποδώσει στον πάπα Ιούλιο B’ το 1509. Η παπική κυριαρχία κράτησε άλλους 3,5 αιώνες (με μερικές σύντομες διακοπές). Η προσάρτηση της Ρ. στα κράτη της Σαβοΐας έγινε τον Μάρτιο του 1860. Από τότε η ιστορία της Ρ. είναι τμήμα της ιστορίας της Ιταλίας.
Τέχνη- Μετά την εξαφάνιση της Ουρσιανής βασιλικής, που χτίστηκε μεταξύ 370 και 390 και καταστράφηκε στο πρώτο μισό του 8ου αι., ανάμεσα στα αρχαία οικοδομήματα της Ρ. ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει το λεγόμενο μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας, που χτίστηκε περίπου το 440, σε σχήμα λατινικού σταυρού και επιστέφεται από ένα τετράγωνο πύργο. Σε αυτό και στο σχεδόν σύγχρονο Βαπτιστήριο των Ορθοδόξων ή του Νέωνα (από το όνομα του επισκόπου που το ίδρυσε), όπως εξάλλου και στα σπουδαιότερα μνημεία του επόμενου αιώνα, ιδιαίτερη σημασία στον καθορισμό των εσωτερικών χώρων αποκτά η πλούσια ψηφιδωτή διακόσμηση. Το λαμπρότερο και περιφημότερο μνημείο της περιόδου που αρχίζει με την κατοχή της πόλης από τον Θεοδώριχο (493) και τελειώνει με την αρχή της βυζαντινής κυριαρχίας είναι η βασιλική του Αγίου Απολλιναρίου του Νέου, η οποία ανάγεται στις αρχές του 6ου αι. Με τρία κλίτη, που χωρίζονται με 24 κίονες, η βασιλική μπορεί να παραλληλιστεί με τον παλαιοχριστιανικό ρωμαϊκό τύπο, αλλά διαφέρει ουσιωδώς από αυτόν ως προς τη συνεχή αναζήτηση δισδιάστατων εντυπώσεων. Ένα μέρος από τα ωραιότατα ψηφιδωτά που κοσμούν το κεντρικό κλίτος της (εκείνα με τις σειρές των Παρθένων και των Μαρτύρων) κατασκευάστηκαν λίγο μετά τα μέσα του 6ου αι. επ’ ευκαιρία της μετάβασης της βασιλικής από την αρειανική λατρεία στην ορθόδοξη. Στους χρόνους του Θεοδώριχου ανήκουν επίσης το Βαπτιστήριο των Αρειανών, τα ψηφιδωτά του οποίου παρουσιάζουν ομοιότητες στο σχήμα της σύνθεσης με εκείνα του Βαπτιστηρίου των Ορθοδόξων, αν και δεν είναι τόσο υψηλής ποιότητας, και το μαυσωλείο του Θεοδώριχου, κτίριο αυστηρό και ογκώδες.
Η καθαρά βυζαντινή φάση της τέχνης της Ρ., η εξέλιξη της οποίας καθοριζόταν πάντοτε από ανατολικές επιδράσεις, βρίσκει την υψηλότερη έκφρασή της στην εκκλησία του Αγίου Βιταλίου (που εγκαινιάστηκε το 547 από τον επίσκοπο Μαξιμιλιανό), η οποία χαρακτηρίζεται από την αυστηρή απλότητα των εξωτερικών όγκων και από την καθαρή διάταξη του εσωτερικού χώρου, που γίνεται υποβλητικότερη με τα περίφημα ψηφιδωτά. Δύο χρόνια αργότερα (549) εγκαινιάστηκε η βασιλική του Αγίου Aπολλιναρίου in Classe, συγγενική προς τις μορφές του Αγίου Απολλιναρίου του Νέου, αλλά με μεγαλύτερη μορφική συνάφεια στον συνδυασμό των διάφορων στοιχείων. Με αυτήν μπορεί να θεωρηθεί ότι κλείνει η χρυσή εποχή των μνημείων της Ρ., παρόλο που δεν λείπουν στους επόμενους αιώνες έργα αρκετά αξιόλογα. Αρκεί να αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, το λεγόμενο ανάκτορο του Θεοδώριχου, που χρονολογείται στο α’ μισό του 8ου αι. και τα πολυάριθμα χαρακτηριστικά κωδωνοστάσια, που κατασκευάστηκαν πλάι στις αρχαίες βασιλικές, από εκείνα του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστού μέχρι εκείνα του Αγίου Απολλιναρίου του Νέου και του Αγ. Απολλιναρίου in Classe (9ος-10ος αι.).
Ένα από τα θαυμάσια ψηφιδωτά του Άγιου Απολλινάριου του Νέου, που θεωρείται εξαίρετο δείγμα τέχνης της ακμής της Ραβένας.
Λεπτομέρεια ψηφιδωτού που απεικονίζει τον Ιουστινιανό και την ακολουθία του (ναός Αγίου Βιταλίου, Ραβένα).
Στα περίχωρα της Ραβένας, υπάρχουν πολλά αξιόλογα μνημεία τέχνης. Στη φωτογραφία η Κρήνη της Φαέντζας.
Το μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας του 440 περίπου, που βρίσκεται στη Ραβένα.
Η βασιλική του Άγιου Απολλινάριου in Classe στη Ραβένα, κτίριο του πρώτου μισού του 6ου αιώνα, με την οποία κλείνει η μεγάλη περίοδος της τέχνης της Ραβένας και της σύζευξής της με τη βυζαντινή τέχνη.
Ψηφιδωτό που απεικονίζει τον Μωυσή να λύνει τα σανδάλια του μπροστά στη φλεγόμενη βάτο (ναός Αγίου Βιταλίου, Ραβένα).
Dictionary of Greek. 2013.